Πέμπτη, Νοεμβρίου 25, 2010

Η ΝΑΞΙΑΚΗ ΣΜΥΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΗΣ

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Θανάσης Δ. Κωτσάκης Ιστορικός
Κατά τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα παρατηρείται στον ελλαδικό χώρο μία αξιοσημείωτη βιομηχανική ανάπτυξη, όχι μόνο σε περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, αλλά και σε νησιά των Κυκλάδων με κοιτάσματα αξιοποιήσιμων βιομηχανικά μεταλλευμάτων. Η Νάξος, το μεγαλύτερο σε έκταση νησί των Κυκλάδων διαθέτει πολλές πλουτοπαραγωγικές πηγές, μεταξύ των οποίων την καλής ποιότητας σμύριδά της (ή σμυρίγλι), ένα πέτρωμα σημαντικό για την βιομηχανία και ιδίως για τον τομέα της μεταλλουργίας. Η χρηστικότητά του έγκειται κυρίως στις εξαιρετικές του ιδιότητες ως μέσο λείανσης, στίλβωσης και κοπής μετάλλων, πολυτίμων λίθων και γυαλιού, τριβής υφασμάτων, αλλά και ως αντιολισθητικό υλικό κατάλληλο για τη στρώση οδοστρωμάτων.
Κοιτάσματα σμύριδας υπάρχουν και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, ωστόσο αυτά δε θεωρούνται αξιοποιήσιμα λόγω της όχι ιδιαίτερα υψηλής ποιότητάς τους και έτσι η Νάξος αποτελεί επί των ημερών μας τη μοναδική ίσως σμυριδοπαραγωγό περιοχή της...... Ευρώπης. Τα σμυριδοφόρα κοιτάσματα της Νάξου βρίσκονται στο βορειοανατολικό-ορεινό τμήμα του νησιού στο χώρο, ο οποίος εκτείνεται από τον όρμο του Απόλλωνα μέχρι το Φιλώτι, στις υπώρειες του όρους Ζεύς και φθάνει μέχρι τις ανατολικές ακτές του νησιού. Τα αξιολογότερα από αυτά εντοπίζονται στις πλαγιές του όρους Αμόμαξη και σε υψόμετρο 400-500 μέτρων.
Η σμύριδα είναι ένα μετάλλευμα, του οποίου οι ιδιότητες ήταν γνωστές ήδη από τα πανάρχαια χρόνια, κάτι που πιστοποιείται από την ύπαρξη σχετικών αρχαιοελληνικών μύθων. Είναι επίσης εξακριβωμένο ότι η εξόρυξη του ναξιακού αυτού πετρώματος είχε ξεκινήσει πριν από 2.800 χρόνια τουλάχιστον, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι το σμυρίγλι βρισκόταν σε χρήση ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Στο γεωμετρικό νεκροταφείο του Τσικαλαριού, στην κεντρική Νάξο έχουν βρεθεί ίχνη επεξεργασμένης σμύριδας (σμυριδόλιθοι), γεγονός που αποδεικνύει με αδιάσειστα στοιχεία ότι η αρχή της εκμετάλλευσης της ναξιακής σμύριδας ανάγεται στην αρχαιότητα. Εικάζεται δε ότι αυτό εξακολουθούσε να συμβαίνει και κατά το μεσαίωνα, βάσει βυζαντινών φιλολογικών μαρτυριών.

Η κατάκτηση της Νάξου το 1207 από τον Ενετό ευγενή, Μάρκο Σανούδο επέφερε σημαντικές αλλαγές όχι μόνο ως προς το πολιτικό status quo του νησιού, αλλά και ως προς τα υφιστάμενα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα. Κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας (1207-1566) όλες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές του νησιού (συμπεριλαμβανομένων των κοιτασμάτων σμύριδας), περιήλθαν στην κυριαρχία των Βενετών -και όχι μόνο- κατακτητών, οι οποίοι μετεμφύτευσαν στη Νάξο δυτικής προέλευσης θεσμούς και εφάρμοσαν πρακτικές διαχείρισης των υλικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού ταυτόσημες σχεδόν με αυτές της φεουδαλικής Δύσης. Βάσει του φεουδαλικού δικαίου οι τοπικοί αυθέντες νέμονταν ενίοτε τεράστιες εκτάσεις γης, καρπούμενοι των προσόδων, που τους εξασφάλιζε η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων της επικράτειάς τους, ενώ ο δούκας της Νάξου ως ανώτατος άρχων ήταν επικυρίαρχός τους. Παράλληλα, οι αυτόχθονες κάτοικοι του νησιού μετατράπηκαν σε δουλοπαροίκους των Λατίνων φεουδαρχών, υποχρεούμενοι μεταξύ άλλων να εργάζονται στα ορυχεία των κυρίων τους υπό επαχθείς όρους.

Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε και μετά την οριστική κατάλυση του Δουκάτου του Αιγαίου από τους Τούρκους (1566). Οι Τούρκοι αν και κατέκτησαν και ενσωμάτωσαν εν καιρώ τη Νάξο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δε μετέβαλαν ουσιαστικά για τους επόμενους δύο περίπου αιώνες τις υφιστάμενες κοινωνικό-οικονομικές δομές, που επικρατούσαν στο νησί. Έτσι κατά το 17ο αιώνα ο έλεγχος των περιοχών, όπου υπήρχαν σμυριδοφόρα κοιτάσματα, περιήλθε στα χέρια κυρίως ορισμένων νεοφερμένων από άλλα νησιά λατινικών οικογενειών, όπως των Barozzi, των Sommaripa, των Della Rocca, των Grimaldi, των Coronelli και των Sforza-Castri.

Η κατάσταση αυτή θ’ αλλάξει μόνο ύστερα από τους αγώνες των ντόπιων χωρικών κατά των υπολειμμάτων της λατινικής εξουσίας. Έπειτα από πολλές προσπάθειες και διαμαρτυρίες προς την Υψηλή Πύλη με σκοπό την κατάργηση του ιδιότυπου αυτού φεουδαλικού καθεστώτος, επήλθε συμφωνία στα 1736 μεταξύ των κατοίκων της ορεινής Νάξου και των λατινογενών κατοίκων της Χώρας Νάξου, η οποία όμως δεν εφαρμόστηκε ουσιαστικά στην πράξη παρά μόνο από το 1780, όταν με διαταγή του Γαζή Χασάν Τζεζάερλη καπουδάν πασά οι χωρικοί-σμυριδωρύκτες απελευθερώθηκαν από την εξουσία των φεουδαρχών και η σμύριδα περιήλθε στον έλεγχο του κοινού του Χωριών, πέρασε δηλαδή στα χέρια των ιδίων των κατοίκων των σμυριδοπαραγωγών περιοχών.

Έκτοτε και μέχρι την Ελληνική Επανάσταση η σμύριδα βρισκόταν υπό κοινοτικό έλεγχο και το εμπόριό της παρουσίασε ακμή, ενώ συνεχίζονταν οι εξαγωγές του ναξιακού αυτού μεταλλεύματος προς μεγάλα διαμετακομιστικά κέντρα της Μεσογείου όπως τη Σμύρνη, τη Μασσαλία και τη Βενετία με αγοραστές Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς εμπόρους. Από το 1812 και επί δώδεκα χρόνια το δικαίωμα εξόρυξης, μεταφοράς και εξαγωγής της ναξιακής σμύριδας ανετέθη επί ενοικίω σε ιδιώτη, τον Χατζή Βασίλειο Λάσκαρη, ο οποίος και κατέβαλλε στους κατοίκους της Απειράθου και των Βόθρων (σημερινής Κορώνου) ανάλογο αντίτιμο ενοικίασης των σμυριδωρυχείων.

Είναι οξύμωρο το ότι μετά την απελευθέρωση της Νάξου από την οθωμανική κυριαρχία επήλθε κατά κάποιο τρόπο παλινόρθωση του προηγουμένου νομικού καθεστώτος διαχείρισης της ναξιακής σμύριδας, αφού στα 1824 το υπό σύσταση ελληνικό κράτος (η Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος) ενοικίασε για λογαριασμό του το δικαίωμα της εξαγωγής της, αφαιρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο de facto από την τότε τοπική αυτοδιοίκηση το δικαίωμα της ελεύθερης διάθεσής της. Η κυριότητα των σμυριδωρυχείων και το δικαίωμα διάθεσής της σμύριδας άλλαξε και επισήμως χέρια στα 1830, όταν με διάταγμα του κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια το σμυρίγλι κρατικοποιήθηκε και παραχωρήθηκε στην Εθνική Τράπεζα στα πλαίσια της απαλλοτρίωσης περιουσιακών στοιχείων, που ανήκαν μέχρι τότε στο τουρκικό δημόσιο, μολονότι κάτι τέτοιο δε συνέβαινε εν προκειμένω, δεδομένου ότι αυτό βρισκόταν υπό τον έλεγχο των κατοίκων των γειτονικών χωριών. Οι φυσικοί ιδιοκτήτες της ναξιακής σμύριδας εξοβελίστηκαν και παρά τις αντιδράσεις τους και τις εκκλήσεις τους, αλλά και τους δικαστικούς τους αγώνες στα μέσα του 19ου αιώνα για επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος, το Ελληνικό Δημόσιο παρέμεινε ο μοναδικός κύριος της μεγάλης αυτής πλουτοπαραγωγικής πηγής του νησιού.

Έκτοτε και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα θα γίνουν μέσω μία σειράς νομοθετημάτων προσπάθειες διευθέτησης του σμυριδικού ζητήματος. Στα 1877 ψηφίστηκε για πρώτη φορά από την ελληνική πολιτεία κανονισμός «περί της εν Νάξω υπηρεσίας της Σμύριδος», ο οποίος ρύθμιζε θέματα σχετικά με την εξόρυξη, τη μεταφορά, τη φόρτωση και την εν γένει επιστασία του μεταλλεύματος, καθώς και ζητήματα, που αφορούσαν τους σμυριδωρύκτες. Επιχειρήθηκε επίσης κατά τις αρχές του 20ού αιώνα η θέσπιση επιπλέον μέτρων, που αποσκοπούσαν σε μία ορθολογικότερη διαχείριση της ναξιακής σμύριδας και στην επίλυση των προβλημάτων, που αντιμετώπιζαν οι σμυριδεργάτες. Αν και όλες αυτές οι προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση δεν είχαν πάντοτε το επιθυμητό αποτέλεσμα, ωστόσο κατά την περίοδο εκείνη υπήρξε έκδηλο το ενδιαφέρον για την προαγωγή της ναξιακής σμύριδας και την ανάδειξή της σε κεφαλαιώδους σημασίας προϊόν για την ελληνική βιομηχανία, δεδομένου ότι ήταν ένα από τα πιο προσοδοφόρα εξαγώγιμα προϊόντα του ελληνικού κράτους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι μετά τον «ατυχή» πόλεμο του 1897 η ναξιακή σμύριδα συμπεριελήφθη στα προϊόντα, των οποίων ο έλεγχος των προσόδων ανετέθη για κάποιο χρονικό διάστημα στη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή, που είχε συσταθεί με σκοπό την εξυπηρέτηση του δανείου αποζημιώσεως.

Κατά τις αρχές του 20ού αιώνα θα παρατηρηθεί ακμή στον τομέα της εκμετάλλευσης της σμύριδας, φαινόμενο που μπορεί να ενταχθεί στην εν γένει οικονομική ανάπτυξη των της χώρας κατά την εποχή εκείνη. Οι τότε ιστορικές συγκυρίες (π.χ. αυξημένες ανάγκες για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες λόγω της έκρηξης του Α` Παγκοσμίου Πολέμου) επιβοήθησαν την όλη ανάπτυξη του εμπορίου της.

Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί, ότι οι συνθήκες εργασίας για τους εργαζόμενους στα μεταλλεία της Νάξου δεν ήταν και οι ιδανικότερες. Οι σμυριδεργάτες, κάτοικοι των γειτονικών χωριών, εξώρυτταν τη σμύριδα κατασκευάζοντας σήραγγες βάθους 50-250 μέτρων υπό ανεπαρκή φωτισμό και εξαερισμό. Δεν εξέλιπαν επίσης τα σοβαρά εργατικά ατυχήματα κατά τη διάρκεια εργασιών διάνοιξης του υπεδάφους με τη χρήση δυναμίτιδας και λόγω κατάρρευσης των υπογείων στοών. Με τη δημιουργία των ναξιακών σμυριδωρυχείων και με την ανάπτυξή τους ως μεταλλείων «αιχμής» για την ελληνική οικονομία εφαρμόστηκαν στη Νάξο πρακτικές πρωτόγνωρες για τα μέχρι τότε δεδομένα του νησιού, αφού με την εισαγωγή καινούργιων παραγωγικών σχέσεων-υποπροϊόντων του αστικού πολιτισμού, οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας των σμυριδωρυκτών παρουσίαζαν αρκετές ομοιότητες σε σχέση με αυτές του προλεταριάτου των μεγάλων βιομηχανικών κέντρων. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην πραγματοποίηση κάποιων κινήσεων διαμαρτυρίας, που στόχευαν στη βελτίωση των συνθηκών αυτών, με αποκορύφωμα την πολύμηνη απεργιακή κινητοποίηση του 1912.

Ωστόσο, παρά τους αγώνες αυτούς, δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι οι εργαζόμενοι στα ναξιακά σμυριδωρυχεία είχαν αποκτήσει μία αμιγώς εργατική συνείδηση. Το γεγονός της παράλληλης ενασχόλησής τους με αγροτικές εργασίες (γεωργία-κτηνοτροφία) στη ναξιακή ύπαιθρο, αλλά και το ότι δεν υπόκειντο στον ασφυκτικό έλεγχο ενός ιδιώτη-εργοδότη, αλλά στο κράτος, έχοντας επιπλέον το προνόμιο του σχηματισμού αυτόνομων ομάδων εργασίας, δεν τους επέτρεψε στην πραγματικότητα να θεωρηθούν ως πλήρεις εργάτες με την ταξική έννοια του όρου, αλλά παρέμειναν σε μία υβριδική επαγγελματικά και κοινωνικά κατάσταση: σε αυτή του αγρότη-σμυριδεργάτη.

Πέρα από τις όποιες συνέπειες είχε για τους απλούς εργαζόμενους στα ναξιακά μεταλλεία, η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσής της σμύριδας κατά την αυγή του 20ού αιώνα υπήρξε βασικό αίτιο για την εισαγωγή στο νησί νέων τεχνολογιών στον τομέα της εξόρυξης και μεταφοράς μεταλλευμάτων, μίας πτυχής της οικονομικής ιστορίας του νησιού, για την οποία αξίζει να γίνει ιδιαίτερος λόγος. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εφαρμογής νέων τεχνολογιών αποτελεί αναμφιβόλως η κατασκευή κατά την περίοδο 1926-1929 του εναερίου σιδηροδρόμου, (που προτιμήθηκε αντί του επίγειου) ως μέσου μεταφοράς των ορυττόμενης σμύριδας, κάτι που έγινε προς αντικατάσταση των παλαιότερων μεθόδων μεταφόρτωσής της. Η μέχρι τότε η μεταφορά του σμυριγλιού από την ορεινή Νάξο στα λιμάνια της Μουτσούνας και του Λιώνα, τόπους εξαγωγής τους, γινόταν μέσω ζώων (κυρίως μουλαριών), που μετέφεραν το εν λόγω μετάλλευμα μέσα από απότομα καλντερίμια, διαδικασία ιδιαιτέρως επίπονη, χρονοβόρα και δαπανηρή. Ο «Εναέριος» υπήρξε ένα τεχνολογικό επίτευγμα και μάλιστα σε μία εποχή, όπου η καθημαγμένη από τα δεινά της Μικρασιατικής Καταστροφής Ελλάδα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές τις και υπό συνθήκες παγκόσμιας πολιτικο-οικονομικής αστάθειας, ενώ αποτελούσε για δεκαετίες την κύρια οδό μεταφοράς της προς εξαγωγή ναξιακής σμύριδας. Για την πραγμάτωση αυτού του σημαντικού εγχειρήματος επιστρατεύθηκε η βρετανική τεχνογνωσία στον τομέα της κατασκευής εναερίων συστημάτων μεταφοράς, η οποία και βρήκε επιτυχή εφαρμογή στο ιδιόμορφο γεωφυσικό περιβάλλον της ορεινής Νάξου.

Ο εναέριος σιδηρόδρομος είχε μήκος 9 σχεδόν χιλιομέτρων και περιελάμβανε 72 πυλώνες (ύψους 5 έως 43 μέτρων), επάνω στους οποίους εδραζόταν το διπλό συρματόσχοινο κυκλοφορίας μήκους 18 περίπου χιλιομέτρων, το οποίο κινούσε 170 κάδους (βαγονέτα), που μετέφεραν τη ναξιακή σμύριδα από τα ορυχεία στο λιμάνι εξαγωγής της, τη Μουτσούνα. Υπήρχαν επίσης δύο μηχανοστάσια κίνησης με ενδιάμεσους σταθμούς φόρτωσης, καθώς και αποθηκευτικοί χώροι και διάφορες εγκαταστάσεις υποστήριξης της όλης κατασκευής. Στο τεράστιο αυτό έργο έβρισκαν θέσεις εργασίας κάτοικοι των παρακειμένων χωριών, κάτι που ενίσχυε σημαντικά την τοπική οικονομία. Η μοίρα του «Εναέριου», άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή της ναξιακής σμύριδας, ακολούθησε στην πτωτική πορεία του ναξιακού μεταλλεύματος και σταμάτησε να λειτουργεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Επρόκειτο ωστόσο για απόρροια μίας προϊούσης κρίσης, που είχε ξεσπάσει παλαιότερα. Η τύχη της ναξιακής σμύριδας επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό από τις διεθνείς συγκυρίες, αλλά και από τις εσωτερικές εξελίξεις. Αν και είχαν προηγηθεί η ανακάλυψη της μικρασιατικής (1847) και η εφεύρεση της τεχνητής σμύριδας (1890), αυτό ωστόσο δεν είχε καταλυτικές συνέπειες για το σμυρίγλι της Νάξου, η εκμετάλλευση του οποίου εξακολούθησε της ανοδική της πορεία μέχρι την περίοδο της γαλλικής κατοχής (1917-1918). Όμως λόγω του ελέγχου των ναξιακών κοιτασμάτων σμύριδας από το γαλλικό παράγοντα, κύκλοι από την άλλη όχθη του Ατλαντικού εξωθήθηκαν στην προώθηση της μαζικής παραγωγής της τεχνητής σμύριδας, η οποία και κατέκλυσε βαθμιαία τις διεθνείς αγορές κατά το μεσοπόλεμο, εκτοπίζοντας παράλληλα τη ναξιακή. Το γεγονός αυτό σήμανε και την αρχή του τέλους για την ανάπτυξη των ναξιακών σμυριδωρυχείων.

Ένας συνδυασμός αρνητικών παραγόντων, όπως του ισχυρού ανταγωνισμού, των πολέμων και των ξενικών εισβολών (π.χ. Β` Παγκόσμιος Πόλεμος, ιταλική και γερμανική κατοχή (1941-1944) κ.α.), των απαρχαιωμένων μεθόδων και του υψηλού κόστους εξόρυξης και μεταφοράς του μεταλλεύματος, καθώς και της κακής κρατικής διαχείρισης οδήγησε νομοτελειακά τα ναξιακά μεταλλεία σμύριδας στην παρακμή και τελικά στην κατάπτωση. Η ανταγωνιστικότητα λοιπόν της φυσικής σμύριδας στις διεθνείς αγορές υποχώρησε συν τω χρόνω και στις ημέρες μας σημειώνεται πλήρης επικράτηση της αντίστοιχης τεχνητής στο βιομηχανικό τομέα. Το σμυρίγλι της Νάξου δεν αξιοποιείται πλέον από τη σύγχρονη βιομηχανία, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, με συνέπεια η εξόρυξή του να γίνεται σήμερα σε πολύ περιορισμένη συγκριτικά κλίμακα.

Η λήψη ωστόσο ευεργετικών μέτρων από την πολιτεία θα αποτελούσε σημαντικό βήμα για τη διάσωση και την αξιοποίηση των σμυριδωρυχείων της Νάξου. Εξάλλου η συντήρηση, αποκατάσταση και ανάδειξη των μνημείων της σύγχρονης βιομηχανικής ιστορίας της χώρας μας, όπως των ναξιακών μεταλλείων και των έργων υποστήριξής τους, αποτελεί επιτακτική ανάγκη για όλους όσους ενδιαφέρονται για το ιστορικό παρελθόν, αλλά και για το παρόν και το μέλλον του τόπου μας.

Βιβλιογραφία
Αρχοντάκης Μ. - Γιαννούλης Γ., Ποίηση χαραγμένη στην πέτρα, Αθήνα 2001.
Ζευγώλης Τ., Η Ναξία Σμύρις, Αθήνα 1936.
Ματζουράνης Κ., Το σμυρίγλι και οι σμυριδεργάτες στα χρόνια της φραγκικής και τουρκικής σκλαβιάς, Ναξιακόν Μέλλον 1 (78), 15 Μαΐου 1945, σελ.3.
Ξυνόπουλος Γ., Μελέτη περί Ναξίας Σμύριδος, Αθήνα 1927.
Πρωτοπαπαδάκης Π., Μονογραφία περί Ναξίας Σμύριδος, Αθήνα1903.
Σφυρόερας Ν., «Η Ναξία Σμύρις- Συμβολή στην ιστορία της από την αρχαιότητα ως σήμερα», Τ’Απεράθου, τ.1 έως 33-34 (Μάης 1983-Φλεβάρης 1986).
Φραγκίσκος Α., «Σμύριδα», Απεραθίτικα, τ.7, Δεκέμβριος 1989- Φεβρουάριος 1990, σ. 573-579.

Δημοσιεύτηκε στο: Ιστορικά μεταλλεία στο Αιγαίο 19ος – 20ός αιώνας, Επιστημονικό Συνέδριο, Μήλος, 3-5 Οκτωβρίου 2003, σ. 77-81.
Bookmark and Share
Blog Widget by LinkWithin

Δεν υπάρχουν σχόλια :